- μυρμήγκι
- Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 225 μ., 89 κάτ.) της Χίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιωνίας του νομού Χίου.
* * *και μερμήγκι, το (ΑΜ μύρμηξ, ὁ, Α και δωρ. τ. μύρμαξ, ὁ, Μ και μυρμήγκι και μυρμήγκιν και μερμήγκι και μερμήγκιν και μερμήκιν και μερμούγκι και μερμούκιν, τὸυμενόπτερο έντομο που κατά τη νεώτερη κατάταξη ανήκει στην οικογένεια τών φορμικιδώννεοελλ.μτφ. (για πρόσ.) άνθρωπος ασήμαντος («μέ βλέπει σαν μυρμήγκι»)αρχ.1. είδος αρπακτικού ζώου2. βράχος κρυμμένος στη θάλασσα, ύφαλος3. πυγμαχικό γάντι με μεταλλικά κυρτώματα και καρφιά στην επιφάνειά του σαν μυρμηγκιά.[ΕΤΥΜΟΛ. Ονόματα εντόμων που χρησιμοποιούνται ευρύτερα στην καθημερινή γλώσσα υπόκεινται σε φθογγικές μεταβολές και εμφανίζονται σε μεγάλη ποικιλία μορφών κατά γλώσσα τόσο ώστε είναι δύσκολο να προσδιοριστεί με βεβαιότητα η αρχική μορφή τής ρίζας τους (πρβλ. την ποικιλία τών ΙΕ ριζών *morw-i, *mour- και *meur-, όπου ανάγονται τα αβεστ. maoiri-, αρχ. σλαβ. mraviji, αρχ. ρωσ. morovij, αρχ. νορβ. maurr και αρχ. σουηδ. myra. Στην αρχ. Ινδική εμφανίζεται στην αρχή τών τ. w- και στη συνέχεια -m- (πρβλ. αρχ. ινδ. vamra και valmīka «μυρμηγκοφωλιά»), γεγονός που οφείλεται μάλλον σε ανομοιωτική τροπή τού αρχικού -m- σε -w-. Με τους τ. τής αρχ. Ινδικής θα μπορούσαν να συνδεθούν οι γλώσσες που παραδίδει ο Ησύχ. βόρμαξ και βύρμακες < μύρμᾱξ με ανομοίωση (όπου το β- ανάγεται σε F-), καθώς και ο τ. ὄρμικας στον οποίο το F- έχει σιγηθεί. Προϊόν ανομοίωσης θα πρέπει να θεωρηθεί και το λατ. formīca «μερμήγκι» < *mormīca (πρβλ. formīdo < *mormīdo). Στον τ. μύρμηξ εμφανίζεται το επίθημα -ηξ με λαρυγγικό φθόγγο (πρβλ. σκώληξ, σφήξ, και τα λατ. formīca και αρχ. ινδ. valmīka-). To -υ- τού μύρμηξ, τέλος, αποτελεί μάλλον αντιπροσώπευση τού φωνηεντικού -r- με -υρ- (αντί -αρ- ή -ρα-), πρβλ. ἄγυρις < ἀγείρω. Ο νεοελλ. τ. μυρμήγκι με απόδοση τού αρχ. επιθήματος -ηξ, -ηκος με -γκ- (πρβλ. σφήξ - σφήγκα), ενώ ο τ. μερμήγκι με ανομοιωτική τροπή τού -υ- σε -ε-.ΠΑΡ. (Τού μύρμηξ) μυρμη(γ)κιά (Ι), μυρμη(γ)κιά (ΙΙ)αρχ.μυρμήκειος, μυρμηκίας, μυρκηκίτης, μυρμηκίτις, μυρμηκώδης, μυρμηκώειςαρχ.-μσν.μυρμηκίζω, μυρμήκιοννεοελλ.μυρμυκικός. (Τού μυρμήγκι) μσν. μυρμηγκόναμσν.-νεοελλ. μύρμηγκαςνεοελλ.μυρμηγκιάζω.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό μύρμηξ, -ηκος): μυρκηκολέωναρχ.μυρμηκάνθρωποι, μυρμηκοτρώγληαρχ.-μσν.μυρμηκοειδήςμσν.μυρμηκοτέττιξμσν.-νεοελλ. μυρμηκόβιοςνεοελλ.μυρμηκοφάγος, μυρμηκοφιλία. (Α' συνθετικό μυρμήγκι): μσν. μυρμηγκοσφόνδυλοςνεοελλ.μυρμηγκοβότανο, μυρμηγκολόγος, μυρμηγκότρυπα, μυρμηγκοφωλιά. (Β' συνθετικό μύρμηξ) αρχ. αγριομύρμηξ, ιππομύρμηξ, λεοντομύρμηξ].
Dictionary of Greek. 2013.